- τεθνεώτων
- θνήσκωperf part act masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… … Dictionary of Greek
εξανδραποδίζω — (Α ἐξανδραποδίζω) [ανδραποδίζω] (για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο*, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.) αρχ. αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.) … Dictionary of Greek
λαϊκισμός — ο πολιτική στάση και πρακτική που απευθύνεται κυρίως προς το «θυμοειδές» τών ανθρώπων και που, με την υπόθαλψη επιθυμιών και πόθων, με την προβολή «χαρισματικών» ηγετών, ουτοπικών οραμάτων και ανεφάρμοστων προγραμμάτων, καθώς και με την… … Dictionary of Greek